- Κύθηρα
- I
Νησί (278 τ. χλμ., 3.354 κάτ.) στη συμβολή του Ιονίου, του Μυρτώου και του Κρητικού πελάγους. Βρίσκεται απέναντι από τον Λακωνικό κόλπο, ΝΔ του ακρωτηρίου Μαλέας. Υπάγεται διοικητικά στη νομαρχία Πειραιώς του νομού Αττικής. Το σύνολο των οικισμών του νησιού απαρτίζει τον ομώνυμο δήμο, ο οποίος διαιρείται σε 13 δημοτικά διαμερίσματα με 61 οικισμούς και έχει έδρα τον ομώνυμο οικισμό (Κ. ή Χώρα, 579 κάτ.). Είναι το πέμπτο σε μέγεθος νησί των Επτανήσων και το 18ο της χώρας. Η υπαγωγή του νησιού στα Επτάνησα, παρά τη γεωγραφική του θέση, σχετίζεται με την ιστορική του πορεία.Η μορφολογία του νησιού χαρακτηρίζεται από δύο παράλληλες οροσειρές (Διγενής, 490 μ., και Μυρμηγκάρι, 506 μ.). Τα Κ., όπως και τα νοτιότερα Αντικύθηρα, αποτελούν τμήμα του κατακερματισμένου τόξου των οροσειρών που συνεχίζονται στην Κρήτη και στα Δωδεκάνησα και από τεκτονική άποψη ανήκουν στην Πελοπόννησο (ζώνη Τρίπολης). Τα πετρώματα που εμφανίζονται είναι κρυσταλλικά μεταμορφωμένα και ιζηματογενή, ενώ αποτελούν συνέχεια των αντίστοιχων της Πελοποννήσου. Οι ακτές των Κ. δεν παρουσιάζουν μεγάλο διαμελισμό.Τα Κ., μολονότι παρέμειναν για μεγάλο χρονικό διάστημα υπό ενετική κυριαρχία, δεν επηρεάστηκαν τόσο όσο τα υπόλοιπα Επτάνησα. Βέβαια έχει διαπιστωθεί στο νησί η παρουσία αρκετών δυτικών στοιχείων, αλλά οι επικρατούντες βυζαντινοί τύποι ναοδομίας και οι κατόψεις των σπιτιών διαφοροποιούν σημαντικά τη γενική εικόνα, έτσι ώστε τα Κ. να προσομοιάζουν περισσότερο με τις Κυκλάδες και λιγότερο με τα Επτάνησα.Ιστορία. Η απαρχή της ανθρώπινης παρουσίας στα Κ. παραμένει ακόμη ασαφής, αναγόμενη στην προϊστορία. Οι αρχαιολογικές έρευνες απέδειξαν ότι στα Κ. ζούσαν άνθρωποι ήδη από τη νεολιθική εποχή (έως το 3000 π.Χ.). Περίπου το 2000 π.Χ. Μινωίτες ίδρυσαν στην ακτή του Αβλέμονα την πρωιμότερη γνωστή μινωική αποικία, η οποία έφτασε στην ύψιστη ακμή της τον 16o αι. π.Χ., αλλά αργότερα εγκαταλείφθηκε· αυτό έγινε πιθανότατα το 1450 π.Χ. κατά την εισβολή των Μυκηναίων στην Κρήτη. Η κατοίκηση του χώρου φαίνεται πως διακόπηκε τον 15o αι. π.Χ., λόγω έλλειψης ευρημάτων αυτής της περιόδου, αν και η συνέχεια της παρουσίας πληθυσμού στα Κ. διαπιστώνεται από αρχαιολογικά ευρήματα σε άλλες περιοχές.Οι πρώτες γραπτές μαρτυρίες σχετικά με το νησί οφείλονται στον Όμηρο. Ορισμένες παραδόσεις χαρακτηρίζουν το νησί αποικία των Φοινίκων, οι οποίοι είχαν εκμεταλλευθεί τις πορφύρες της θαλάσσιας περιοχής του Αβλέμονα στην ανατολική ακτή του νησιού και είχαν ιδρύσει στα Β αυτού του κόλπου έναν ναΐσκο της Αστάρτης, της ονομαζόμενης και Ασκαλόν. Μέσω του ιερού διαδόθηκε στα Κ. και στη συνέχεια στην υπόλοιπη Ελλάδα η λατρεία της Αφροδίτης, η οποία ταυτίστηκε με την Αστάρτη. Η αρχαία ονομασία του νησιού (Πορφυρούσα ή Πορφυρίς) και οι ακόμα διατηρούμενες ονομασίες Φοινικία (τοπωνύμιο) και Φοινικούς (μικρό λιμάνι) πιστοποιούν την παράδοση. Η Αφροδίτη και η γέννησή της από τη θάλασσα συνδέθηκαν από πολύ νωρίς με τα Κ. (Κυθέρεια Αφροδίτη), ενώ είναι γνωστό από τους αρχαίους συγγραφείς ότι στο νησί υπήρχε ναός αφιερωμένος στην Ουρανίαν Αφροδίτην (Ησίοδος, 195· Ηρόδοτος Α, 105· Παυσανίας Α, 14,7 και Γ 23,1). Η φοινικική παρουσία έπαυσε με την έλευση Δωριέων από την περιοχή της Αργολίδας κατά τον 8ο αι. π.Χ. Περίπου το 600 π.Χ. τα Κ. τέθηκαν υπό την κυριαρχία της γειτονικής Σπάρτης, η οποία έστελνε εκεί διοικητή σε ετήσια βάση, τον ονομαζόμενο Κυθηροδίκην. Οι πηγές κάνουν λόγο για δύο κύριες πόλεις στο νησί: τα Κ. (στο Παλιόκαστρο) και τη Σκάνδεια (πιθανότατα στην περιοχή της Παλαιόπολης). Η στρατηγική θέση του νησιού, όσον αφορά τη ναυσιπλοΐα, κατέστησε τα Κ. μήλον της έριδος για πολλούς υποψήφιους κατακτητές. Συγκεκριμένα, το 456/5 π.Χ. κατελήφθησαν από τον αρχηγό του αθηναϊκού στόλου, Τολμίδη, με σκοπό την εδραίωση της αθηναϊκής ναυτικής κυριαρχίας· την περίοδο του Πελοποννησιακού πολέμου αποτέλεσαν σταθμό για σπαρτιατική φρουρά· το όγδοο έτος του πολέμου (424 π.Χ.) ανακατελήφθησαν από τον Αθηναίο στρατηγό Νικία με τέχνασμα και με τη βοήθεια των κατοίκων του νησιού· πρώτος όρος των Σπαρτιατών κατά τη Νικίειο ειρήνη (421 π.Χ.) ήταν να τους επιστραφούν τα Κ., αν και στην εκστρατεία των Αθηναίων στη Σικελία συμμετείχαν και Κυθήριοι· το 393 π.Χ. η Αθήνα κατέλαβε για δεύτερη φορά το νησί με τον Κόνωνα· με την Ανταλκίδειο ειρήνη (387 π.Χ.), τα Κ. επανήλθαν στον έλεγχο της Σπάρτης, υπό την κυριαρχία των οποίων παρέμειναν. Υπάρχουν ελάχιστα στοιχεία για την ελληνιστική περίοδο.Κατά τη ρωμαϊκή περίοδο η ζωή στα Κ. συνεχιζόταν δίχως δραματικές αλλαγές, όπως προκύπτει από τα ευρήματα των ανασκαφών (περιοχή Παλαιοκάστρου, Παλαιόπολη, Καστρί). Σύμφωνα με τον Στράβωνα (Η, 363), το νησί κατά την εποχή του Οκταβιανού Αυγούστου ανήκε στον Ιούλιο Ευρυκλέα, ενώ τον 2ο αι. μ.Χ. παραχωρήθηκε στον αυτοκράτορα Αδριανό, ο οποίος με τη σειρά του το απέδωσε στους κατοίκους της Σπάρτης.Η ιστορία του νησιού κατά την παλαιοχριστιανική περίοδο παραμένει ακόμη ασαφής. Οι οχυρώσεις της παλαιάς πόλης και του παραθαλάσσιου λοφίσκου Καστρί ανακατασκευάστηκαν, ενώ παράλληλα χτίστηκαν σπίτια και εκκλησίες, όπως αποδεικνύουν τα ερείπια. Το σωζόμενο ψηφιδωτό δάπεδο στον ναό του Αγίου Γεωργίου κοντά στην Παλαιόπολη μαρτυρεί κάποια καλλιτεχνική κίνηση στη συγκεκριμένη περίοδο. Τον 8ο αι. τα Κ. υπήχθησαν στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και ήταν κατά πάσα πιθανότητα αραιοκατοικημένα.Το νησί υπέστη καταστροφές και ερημώσεις από τις αλλεπάλληλες πειρατικές επιδρομές. Στα μέσα του 10ου αι., εποχή που ο όσιος Θεόδωρος ο εκ Κορώνης πήγε εκεί για να μονάσει, φαίνεται ότι ήταν σχεδόν έρημο. Η ανθρώπινη δραστηριότητα αποκαταστάθηκε μετά την εκδίωξη των Αράβων από την Κρήτη (961), με τα Κ. να έχουν συνάψει στενές σχέσεις με τη Μονεμβασία και γενικότερα την περιοχή της Πελοποννήσου· ιδρύθηκε μια νέα πόλη, ο Άγιος Δημήτριος (Β της Παλαιοχώρας), η οποία καταστράφηκε το 1537 από τον Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα.Με την κατάλυση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας μετά την Δ’ Σταυροφορία (1204) τα Κ. πέρασαν στον έλεγχο της ενετικής οικογένειας Βενιέρι. Στην πραγματικότητα, άτυποι κυρίαρχοι του νησιού υπήρξαν οι Ευδαιμονογιάννηδες ή Δαιμονογιάννηδες από τη Μονεμβασία μέχρι και το 1310. Το νησί επανήλθε στην οικογένεια Βενιέρι έως το 1363 και ακολούθησε μία σχετικά ασταθής περίοδος με εξάρτηση από τον Ενετό δούκα της Κρήτης μέχρι το 1502, οπότε ανακηρύχθηκαν επίσημα κτήση της Βενετίας. Αργότερα, σημαντικά γεγονότα υπήρξαν οι επιδρομές του Μπαρμπαρόσα (1537) και του Παλή πασά (1571), κατά την περίοδο της ναυμαχίας της Ναυπάκτου, και μια τριετής τουρκική κατοχή (1715-18). Το 1797 η ενετική κυριαρχία τερματίστηκε και το νησί περιήλθε στους Γάλλους, τους οποίους διαδέχθηκαν οι Άγγλοι το 1809, παραμένοντας μέχρι το 1863 (βλ. λ. Επτάνησα, Ιστορία). Στη νεότερη εποχή τα Κ. επλήγησαν από καταστρεπτικό σεισμό το 1903, μεγέθους 8 Ρίχτερ. Κατά τον 20ό αι. παρατηρήθηκε μεγάλης κλίμακας μετανάστευση των κατοίκων στο εξωτερικό, ενώ τα Κ. αποτέλεσαν επίσης τόπο εξορίας, κυρίως κατά τη μετεμφυλιακή περίοδο.Αρχαιολογία-μνημεία. Οι πολυάριθμες ανασκαφές σε όλη την επικράτεια του νησιού έφεραν στο φως πολυάριθμα ευρήματα από τη νεολιθική (έως το 3000 π.Χ.) έως την παλαιοχριστιανική εποχή (6ος-7ος αι. μ.Χ.). Ενδεικτικά, έχουν βρεθεί αγγεία καμαραϊκού τύπου, κύπελλα του τύπου βαφειού, αγγεία από ερυθρό πηλό και με στοιχειώδη διάκοσμο με δελφίνια, πίθοι του λεγόμενου θαλάσσιου ρυθμού, όστρακα με διάκοσμο διπλού πελέκεως, αττικά ερυθρόμορφα και μελαμβαφή αγγεία, ελάχιστα κορινθιακά, ρωμαϊκά και αντικείμενα παλαιοχριστιανικής τέχνης, αλλά και λείψανα τοίχων από οικίες και άλλα οικοδομήματα διαφόρων εποχών.Τα βυζαντινά και μεταβυζαντινά μνημεία των Κ. είναι περισσότερα από ογδόντα. Από αυτά, ελάχιστα είναι παλαιοχριστιανικά, ενώ τα υπόλοιπα χρονολογούνται από τον 12o αι. και έπειτα. Πολλά από τα μνημεία αυτά βρίσκονται διάσπαρτα σε διάφορα σημεία του νησιού και σε ακατοίκητες σήμερα περιοχές· άλλα είναι συγκεντρωμένα σε χώρους που άκμασαν κατά τη βυζαντινή περίοδο (Μυλοπόταμος, Παλιόχωρα, Μέσα Βούργο, Φρούριο της Χώρας). Πρόκειται κυρίως για ναούς, οι οποίοι είναι λιτοί στην εξωτερική τους εμφάνιση (χωρίς κεραμικό διάκοσμο ή μαρμαροθετήματα) και διαιρούνται σε τέσσερις βασικούς τύπους: μονόκλιτη καμαροσκεπής βασιλική, τρουλαία βασιλική, οκταγωνικός και σταυροειδής εγγεγραμμένος με τρούλο. Οι ξυλόστεγες εκκλησίες σπανίζουν, καθώς το συνηθέστερο υλικό στέγασης είναι οι φαιές σχιστολιθικές πλάκες. Ο πλέον χαρακτηριστικός τύπος ναού είναι ο οκταγωνικός. Εξωτερικά, η εκκλησία του τύπου αυτού θυμίζει μουσουλμανικό τέμενος μικρού μεγέθους· εσωτερικά είναι ένας τετράγωνος χώρος με τεράστιο θόλο, που συνήθως δεν έχει παράθυρα και στηρίζεται σε μια οκτάπλευρη βάση, η οποία σχηματίζεται από τους τέσσερις τοίχους και από ημιχώνια στις τέσσερις γωνίες. Κυριότερα παραδείγματα αυτού του τύπου είναι ο Άγιος Νίκων, κοντά στον Ποταμό (αναστηλωμένος), ο Άγιος Νικήτας στον Κάλαμο, ο Άγιος Νικόλαος, κοντά στον Άγιο Γεώργιο του Βουνού, ο Άγιος Δημήτριος, κοντά στα Καμπιάνικα, ο Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος, κοντά στο Καλαμίτσι κ.ά. Άλλοι ναοί αποτελούν σύμπλεγμα δύο, τριών ή και τεσσάρων, όπως ο Άγιος Δημήτριος στο Πούρκος. Υπάρχουν επίσης ναοί σε σπηλιές, όπως η Αγία Σοφία, κοντά στον Μυλοπόταμο, ο Άγιος Ιωάννης στον Γκρεμό κ.ά. Ο τύπος του σταυροειδούς εγγεγραμμένου με τρούλο (Άγιος Θεόδωρος, κοντά στα Λογοθετιάνικα και στους Πιτσινάδες, Αγία Βαρβάρα στην Παλαιοχώρα, Άγιος Πέτρος στους Αραίους, Άγιος Ανδρέας στο Λιβάδι) στους ναούς των Κ. διαφοροποιείται στο εξής: στη θέση των τεσσάρων κιόνων που στηρίζουν τον τρούλο υπάρχουν τοίχοι, οι οποίοι με το μήκος τους χωρίζουν τον ναό σε τρία κλίτη, αποτελώντας σχεδόν αποκλειστικό φαινόμενο του νησιού. Ο παλαιότερος και μεγαλοπρεπέστερος –αν και έχει υποστεί πολλές επισκευές και αλλαγές– είναι ο ναός του πολιούχου του νησιού, του Αγίου Θεοδώρου, που χτίστηκε τον 12o ή τον 13o αι., όταν διοικητής του νησιού ήταν ο Γ. Παχύς από τη Μονεμβασία· ο ναός της Αγίας Βαρβάρας έχει τις κομψότερες αναλογίες του σταυροειδούς τύπου, ενώ ο Άγιος Ανδρέας έχει υποστεί αλλοιώσεις.Τα οχυρωματικά έργα των Κ. αποτελούν μάρτυρες της ιστορικής παρουσίας του νησιού. Τα σημαντικότερα από αυτά είναι τα φρούρια του Αγίου Δημητρίου, του Μυλοποτάμου και της Χώρας. Το πρώτο καλείται σήμερα Παλαιοχώρα, βρίσκεται στην ανατολική ακτή (στη θέση της βυζαντινής πρωτεύουσας του νησιού, Άγιος Δημήτριος) και καταστράφηκε το 1537 από τον Μπαρμπαρόσα. Το φρούριο του Μυλοποτάμου βρίσκεται στη δυτική ακτή, κοντά στα ερείπια της βυζαντινής και μεσαιωνικής πόλης του Μυλοποτάμου ή Κάτω Χώρας. Η θέση δεν είναι φυσικά οχυρή και η οχύρωση δεν φαίνεται να είχε γίνει με σκοπό τη μακρόχρονη και αποτελεσματική άμυνα. Στην τοξωτή θύρα του τείχους υπάρχει η χρονολογία 1566, μαζί με τα οικόσημα των οικογενειών Τρεβιζάν και Μαλιπιέρο. Το Κάστρο της Χώρας βρίσκεται σε ένα βραχώδες ύψωμα πάνω από τον κολπίσκο του Καψαλιού, στη θέση της σημερινής πρωτεύουσας του νησιού. Αποτελεί τυπικό παράδειγμα της δυτικής οχυρωματικής τέχνης και πρόκειται για το καλύτερα διατηρούμενο φρούριο των Κ. Απέκτησε την τελική μορφή του το 1503, σύμφωνα με επιγραφή που σώζεται στην είσοδό του. Επίσης αξιόλογο είναι το μικρό ενετικό φρούριο στον Αβλέμονα.Τέχνη. Μεγάλη ιδιαιτερότητα της βυζαντινής τέχνης των Κ. αποτελούν οι θαυμάσιες τοιχογραφίες, που ανακαλύπτονται συνεχώς και σχεδόν σε όλες τις εκκλησίες κάτω από επιχρίσματα. Η ύπαρξη δύο έως τεσσάρων επάλληλων στρωμάτων τοιχογραφιών στην ίδια εκκλησία αποτελεί συνηθισμένο φαινόμενο. Οι τοιχογραφίες στον Άγιο Νίκωνα (Ποταμός), στον Άγιο Δημήτριο (Πούρκος), στην Αγία Σοφία (Μυλοπόταμος) και στον Άγιο Βλάση (Πέντε Πηγάδια) χρονολογούνται από τον 12ο αι.· 13ου αι. είναι οι τοιχογραφίες σε ανώνυμο ναΐσκο της Παλαιοχώρας, στον Άγιο Νικόλαο (Μολιγκάτσι) και στον Άγιο Νίκωνα (β’ περίοδος), στον Άγιο Δημήτριο και στον Άγιο Βλάση· 14ου αι. στον Άγιο Χρυσόστομο (Μέσα Βούργο) και στον Άγιο Νικόλαο (β’ περίοδος)· 15ου αι. στον Άγιο Χρυσόστομο (β’ περίοδος) και στη Μεταμόρφωση (Μυλοπόταμος)· 16ου αι. στον Άγιο Νικόλαο (γ’ περίοδος), σε τρεις ανώνυμους ναΐσκους της Παλαιοχώρας, στον Άγιο Νίκωνα (γ’ περίοδος), στην Παναγία Ορφανή και στον Παντοκράτορα (Φρούριο Χώρας), στον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο και στη Μεταμόρφωση (β’ περίοδος, Μυλοπόταμος), στον Άγιο Αντώνιο και στην Αγία Αικατερίνη (Παλαιοχώρα)· 17ου αι. στην Παναγία Ορφανή και στον Παντοκράτορα (β’ περίοδος, Φρούριο Χώρας), στον Άγιο Νίκωνα (γ’ περίοδος), στον Αρχιστράτηγο, στον Άγιο Αθανάσιο και στον Άγιο Χρυσόστομο (γ’ περίοδος, Μέσα Βούργο) και στον Άγιο Αθανάσιο (Μυλοπόταμος)· 17ου και 18ου αι. σε τέσσερις ναούς του Μυλοποτάμου: Προφήτη Ηλία, Μεσοσπορίτισσα, Αγίους Αναργύρους και Άγιο Ιωάννη Χρυσόστομο.Η ζωγραφική των Κ. παρουσιάζει ποικιλία τεχνοτροπιών, πλούτο θεμάτων και εκφραστικών μέσων, γεγονός που δηλώνει ότι κυρίως κατά τον 12o και τον 13o αι. διασταυρώθηκαν στο νησί καλλιτεχνικά ρεύματα και ιδέες, τις οποίες όμως οι ζωγράφοι συνδύασαν και αφομοίωσαν, έτσι ώστε να μπορεί να γίνει λόγος για ιδιαίτερη τεχνοτροπία. Η γειτονική Μονεμβασία φαίνεται πως έπαιξε σημαντικό ρόλο στην καλλιτεχνική εξέλιξη των Κ. Η συστηματικότερη μελέτη των τοιχογραφιών που ολοένα ανακαλύπτονται συμβάλλει στην ανάδειξη της σημασίας του νησιού ως αξιόλογου κέντρου της βυζαντινής τέχνης.
Ναός κυθηραϊκού οκταγωνικού ρυθμού, χαρακτηριστικός τύπος νησιωτικού οκταγωνικού ναού, με ενδιαφέρουσες τοιχογραφίες.
Η μονή Μυρτιδίων στα Κύθηρα.
Η γραφική εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα στα Κύθηρα.
Η εκκλησία του Αγίου Ανδρέα στο Λιβάδι των Κυθήρων· έχει τη μορφή τρίκλιτης σταυρικής βασιλικής, με χαμηλό, τετράγωνο εξωτερικά, τυφλό τρούλο και τρεις ημικυκλικές αψίδες του ιερού· χρονολογείται από τον 15o αι., το πιθανότερο όμως είναι ότι πήρε τη σημερινή της μορφή κατά τον 20ό αι.
Η Χώρα των Κυθήρων.
Η πέτρινη γέφυρα του Λιβαδίου στα Κύθηρα, μήκους 110 μ., με τα 13 τόξα και τις 12 θυρίδες, που κατασκευάστηκε επί αγγλοκρατίας με τη μέθοδο της αγγαρείας. Το έργο ολοκληρώθηκε το 1826 και είναι πιθανώς η μεγαλύτερη γέφυρα του είδους της στην Ελλάδα.
Πανοραμική άποψη της Αγίας Πελαγίας, λιμάνι των Κυθήρων.
IIΤο κάστρο της Χώρας των Κυθήρων ή του Καψαλιού, χτισμένο σε έναν βραχώδη όγκο, που υψώνεται πάνω από το λιμάνι του Καψαλιού, είναι το καλύτερα διατηρημένο φρούριο του νησιού και πήρε την τελική του μορφή το 1503.
(Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 30 Ιουλίου 1905. Το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι περίπου 12,7 και σε απόσταση μίας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο 8,81. Διεθνώς ονομάζεται Kythera 570.
Dictionary of Greek. 2013.